- νεκρογέννητος
- -η, -ονεκρογενής, νεκρογεννημένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)-* + γεννητός (< γεννώ), πρβλ. νεο-γέννητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου].
Dictionary of Greek. 2013.