νεκρογέννητος

νεκρογέννητος
-η, -ο
νεκρογενής, νεκρογεννημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)-* + γεννητός (< γεννώ), πρβλ. νεο-γέννητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν τού Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θνησκόγεννο — το (Μ θνησκόγεννος, ον) το βρέφος που πεθαίνει κατά τη γέννηση, θνησιγενές, νεκρογέννητο μσν. νεκρογέννητος, θνησιγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνῄσκω + γέννα] …   Dictionary of Greek

  • νεκρογενής — ές αυτός που γεννήθηκε νεκρός, νεκρογέννητος, θνησιγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + γενής (< γένος), πρβλ. θαλασσο γενής, μονο γενής. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”